ἀποπληξίας

ἀποπληξίας
ἀποπληξίᾱς , ἀποπληξία
madness
fem acc pl
ἀποπληξίᾱς , ἀποπληξία
madness
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποπληκτοειδής — ές (για συμπτώματα) όμοια με εκείνα της αποπληξίας …   Dictionary of Greek

  • πληγμός — ὁ, Α 1. προσβολή αποπληξίας 2. δήγμα, δάγκωμα φιδιού ή εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη γ τού πλήσσω (βλ. λ. πλήττω) + κατάλ. μός (πρβλ. νυγ μός)] …   Dictionary of Greek

  • Ίψεν, Χένρικ — (Henrik Ibsen,Σεν 1828 – Όσλο 1906). Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας. Ύστερα από μια οδυνηρή παιδική ηλικία και αφού αναγκάστηκε να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα, το 1848, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο με τον τίτλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”